ΚΑΡΚΙΝΟΙ ΔΕΡΜΑΤΟΣ

Μελάνωμα

Το μελάνωμα είναι ένας τύπος καρκίνου του δέρματος που προέρχεται από τα μελανοκύτταρα. Το δέρμα αποτελείται από 3 στοιβάδες:

• την επιδερμίδα, η οποία βρίσκεται σε άμεση επαφή με το εξωτερικό περιβάλλον

• τη δερμίδα ή χόριο, η οποία αποτελεί τη μεσαία στοιβάδα

• την υποδερμίδα, αποτελούμενη κυρίως από λιπώδη ιστό.

Η επιδερμίδα χωρίζεται και αυτή με τη σειρά της σε επί μέρους στοιβάδες. Η βαθύτερη εξ αυτών, ευρισκόμενη σε γειτνίαση με τη δερμίδα, ονομάζεται βασική στοιβάδα. Είναι η στοιβάδα του δέρματος στην οποία βρίσκονται τα μελανοκύτταρα. Το μελάνωμα μπορεί, εκτός από το δέρμα, να αναπτυχθεί και σε άλλα όργανα ή ιστούς όπου βρίσκονται μελανοκύτταρα, όπως το μάτι, οι μήνιγγες και η πρωκτογεννητική οδός. Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων (90%), το μελάνωμα ξεκινάει από τα μελανοκύτταρα του δέρματος.

Φυσιολογικά τα μελανοκύτταρα παράγουν μια χρωστική, τη μελανίνη, που προστατεύει τα γειτονικά κύτταρα του δέρματος από την αρνητική επίδραση της ηλιακής ακτινοβολίας. Κατά την έκθεση στον ήλιο, ενεργοποιείται ένα ειδικό σηματοδοτικό μονοπάτι προς τα μελανοκύτταρα, το οποίο εκκινεί τη σύνθεση της μελανίνης και τη μεταφορά της στις γειτονικές στοιβάδες κυττάρων.

Άλλοι, περισσότερο συχνοί τύποι καρκίνου του δέρματος, είναι το βασικοκυτταρικό και το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα. Παρ’ ό,τι σπανιότερος, το μελάνωμα είναι ο πιο επικίνδυνος τύπος, λόγω αυξημένης πιθανότητας μετάστασης.

Πώς αναγνωρίζεται και διαγιγνώσκεται το μελάνωμα;

Η κλινική αναγνώριση ενός ύποπτου σπίλου («ελιά»), που δικαιολογεί την περαιτέρω εξέταση από τον ειδικό γιατρό, βασίζεται στην αξιολόγηση 5 χαρακτηριστικών του σπίλου που τα αρχικά τους συνθέτουν το μνημονικό κανόνα A-B-C-D-E:

A, Asymmetry: ασυμμετρία του σπίλου

B, Borders: ακανόνιστα όρια

C, Color: μη ομοιογενές χρώμα

D, Diameter: μέγεθος του σπίλου (μεγαλύτερο από 5-6 χιλιοστά)

E, Evolution: μεταβολή στα χαρακτηριστικά του σπίλου

Οι σπίλοι του ίδιου ατόμου τείνουν να μοιάζουν μεταξύ τους και τα μελανώματα συχνά αποκλίνουν από αυτό το κοινό πρότυπο.

Με τη δερματοσκόπηση, δηλ. την εξέταση του σπίλου από δερματολόγο με κατάλληλο όργανο (δερματοσκόπιο), αυξάνεται η ευαισθησία και η ειδικότητα της εξέτασης. Σε επιλεγμένους ασθενείς, όπως οι υψηλού κινδύνου, η παρακολούθηση των βλαβών με τη βοήθεια ψηφιακής δερματοσκόπησης μπορεί να βελτιώσει περαιτέρω την ακρίβεια της εξέτασης.

Πώς κατηγοριοποιείται το μελάνωμα;

Σε γενικές γραμμές, το δερματικό μελάνωμα κατηγοριοποιείται ως εξής:

τοπική νόσος (χωρίς ενδείξεις μετάστασης, στάδια Ι – ΙΙ),
επιχώρια νόσος (περιορίζεται σε γειτονικούς λεμφαδένες, στάδιο ΙΙΙ)
μεταστατική νόσος (με απομακρυσμένες εστίες, στάδιο IV).

Στο 85% – 90% των περιπτώσεων, η διάγνωση της νόσου γίνεται σε τοπικό στάδιο, οπότε η πρόγνωση είναι ευνοϊκότερη (10ετής επιβίωση 75% - 85%). Στα 2/3 των περιπτώσεων όπου υπάρχει μετάσταση, αυτή περιορίζεται σε γειτονικούς λεμφαδένες (επιχώρια νόσος). Επιπλέον, ακόμα και μεταξύ των ασθενών με απομακρυσμένες εστίες, ορισμένοι εμφανίζουν μια ήπια κλινική εξέλιξη, εντελώς διακριτή από βιολογική άποψη σε σχέση με την πλειονότητα των ασθενών με προχωρημένη νόσο.

Ποιες είναι οι βασικές εξετάσεις που πρέπει να γίνουν;

Κάθε ύποπτος σπίλος που αφαιρείται υπόκειται σε παθολογοανατομική εξέταση για τον έλεγχο παρουσίας καρκινικών κυττάρων. Στη σχετική έκθεση που συντάσσεται και εφόσον πρόκειται για κακοήθη νεοπλασία, περιγράφονται συγκεκριμένα ιστολογικά και ανατομικά χαρακτηριστικά τα οποία σχετίζονται με το στάδιο της νόσου. Αυτό καθορίζει τα περαιτέρω βήματα που θα πρέπει να ακολουθηθούν.

 Ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών με μελάνωμα (περίπου οι μισοί από τους ασθενείς με μεταστατική νόσο), φέρουν μετάλλαξη σε ένα συγκεκριμένο γονίδιο, το ογκογονίδιο BRAF. Οι διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες συνιστούν την πραγματοποίηση διαγνωστικού γενετικού ελέγχου για την ανίχνευση της μετάλλαξης, σε όλους τους ασθενείς με προχωρημένη νόσο (ασθενείς σταδίου IV και ασθενείς σταδίου III των οποίων ο όγκος δε μπορεί να αφαιρεθεί χειρουργικά) και επιπλέον στους ασθενείς με πιο πρώιμη νόσο που θεωρούνται, ωστόσο, υψηλού κινδύνου.

Πώς αντιμετωπίζεται το μελάνωμα;  

Για την πρώιμη νόσο, η χειρουργική εξαίρεση αποτελεί την καθιερωμένη θεραπευτική προσέγγιση. Για τη νόσο σταδίου III που υπόκειται σε χειρουργική αφαίρεση, υπάρχει η δυνατότητα χορήγησης επικουρικής αγωγής, στους ασθενούς που θεωρούνται υψηλού κινδύνου, με στόχο την πρόληψη της επανεμφάνισης της νόσου.

Μέχρι τις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας, πολύ λίγες θεραπευτικές επιλογές για το προχωρημένο μελάνωμα ήταν διαθέσιμες. Επιπλέον, το κλινικό όφελος που μπορούσαν να προσφέρουν οι θεραπείες αυτές ήταν εξαιρετικά περιορισμένο ή/ και συνοδευόταν από υψηλή τοξικότητα. Ξεκινώντας από το 2011, μια σειρά από νέους φαρμακευτικούς παράγοντες έχουν εγκριθεί από τις αρχές υγείας και έχουν ήδη ενσωματωθεί στην κλινική πράξη, χρησιμοποιούμενοι είτε μεμονωμένα, είτε σε συνδυασμούς. Όπως έχουν δείξει διεθνείς, τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές, τέτοιες προσεγγίσεις μπορούν να βελτιώσουν την ανταπόκριση των ασθενών και να επιμηκύνουν την επιβίωση.

 

Οι νέες θεραπείες στο μελάνωμα μπορούν να χωριστούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες, ανάλογα με το μηχανισμό δράσης.

Στη μία κατηγορία, ο τελικός στόχος είναι η ενεργοποίηση κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος του οργανισμού, ώστε να αυξηθούν οι πιθανότητες αναγνώρισης και στόχευσης των καρκινικών κυττάρων.
Στην άλλη κατηγορία, τα ίδια τα καρκινικά κύτταρα γίνονται άμεσα στόχος της δράσης του φαρμάκου, εξαιτίας της ιδιότητάς τους να στηρίζονται στη δράση του ογκογονιδίου BRAF για τον πολλαπλασιασμό τους. Ο άμεσος και ειδικός χαρακτήρας της στόχευσης οφείλεται στην εκλεκτική δραστικότητα του φαρμάκου έναντι των κυττάρων που φέρουν τη μετάλλαξη BRAF.

Η έρευνα γύρω από το μελάνωμα συνεχίζεται με εντατικούς ρυθμούς, οδηγώντας στη βελτίωση της κατανόησής μας σχετικά με μηχανισμούς εξέλιξης της νόσου και την ανακάλυψη νέων δυνατοτήτων θεραπευτικής αντιμετώπισης. Το ίδιο σημαντική είναι και η ωρίμανση των δεδομένων που αφορούν σε ήδη εγκεκριμένα φαρμακευτικά σκευάσματα, γεγονός που επιτρέπει τη χρησιμοποίησή τους στις κατάλληλες ομάδες ασθενών.       

Μη μελανοκυτταρικές βλάβες του δέρματος (BCC, SCC)

Οι μη μελανοκυτταρικές βλάβες του δέρματος είναι το βασικοκυτταρικό και το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα. 

Έχουν σημασία λόγω της υψηλής τους συχνότητας  ενώ ελάχιστα συνεισφέρουν  στη συνολική θνησιμότητα από καρκίνο. Προϋπόθεση για καλή πρόγνωση είναι η έγκαιρη διάγνωση.

Το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα (SCC squamous cell carcinoma), είναι η δεύτερη πιο κοινή μορφή καρκίνου του δέρματος. Στις περισσότερες περιπτώσεις το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα oφείλεται στη χρόνια έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία. Προκαλείται από την ανεξέλεγκτη αύξηση των μη φυσιολογικών κερατινοκυττάρων.

Αυτό το είδος καρκίνου χαρακτηρίζεται από μια επίμονη τραχιά, κόκκινη επιφάνεια με ακανόνιστα άκρα. Μπορεί επίσης να λάβει τη μορφή ενός στρογγυλού ανοιχτού τραύματος με ανυψωμένες άκρες.

Περίπου 2 έως 10% του ακανθοκυτταρικού καρκινώματος εξαπλώνεται σε εσωτερικά όργανα και γίνεται απειλητικό για τη ζωή. Το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα είναι ο δεύτερος σε συχνότητα καρκίνος του δέρματος  (μετά το BCC) και  ο  δεύτερος σε θνησιμότητα (μετά το Μελάνωμα). Συνολικά, μια από τις συχνότερες μορφές καρκίνου.

Η θεραπεία του είναι κυρίως η  χειρουργική αφαίρεση, ενώ σε πιο επιφανειακές βλάβες εφαρμόζεται απόξεση και ηλεκτρική αφαίρεση, Κρυοχειρουργική, Ακτινοθεραπεία, Φωτοδυναμική θεραπεία, τοπικά φάρμακα όπως: fluorouracil και Imiquimod.

Το βασικοκυτταρικό καρκίνωμα (BCC Basal cell carcinoma) είναι η πιο κοινή μορφή καρκίνου του δέρματος. Είναι η πιο κοινή όλων των καρκίνων ανεξάρτητα από το όργανο.

Kάθε χρόνο περίπου 1 στα 1500 άτομα προσβάλλονται από BCC. Γενικώς προκαλείται από συνδυασμό επανειλημμένης και έντονης έκθεσης στην υπεριώδη ακτινοβολία. Βασικοκυτταρικό καρκίνωμα αναπτύσσεται στα βασικά κύτταρα του δέρματος που βρίσκονται στα βαθύτερα στρώματα της επιδερμίδας.

Αυτοί οι καρκίνοι εμφανίζονται με τη μορφή οζιδίων, πλακών, ελκών, ή μη φυσιολογικών εξογκωμάτων του δέρματος με κόκκινο ή ροζ χρώμα. Μπορούν να προκαλέσουν σημαντική παραμόρφωση αν δεν αντιμετωπιστούν, αλλά σπάνια θα επεκταθούν σε άλλα όργανα απειλώντας τη ζωή.  

Το βασικοκυτταρικό καρκίνωμα είναι ο συχνότερος καρκίνος του ανθρώπου. Είναι συχνότερο στη λευκή φυλή, συχνότερα στους ανοιχτόχρωμους φωτότυπους, συχνότερο στους άνδρες προς τις γυναίκες , σε ηλικίες 50-80 ετών συχνότερα.

Η θεραπεία του είναι κυρίως η  χειρουργική αφαίρεση, ενώ σε πιο επιφανειακές βλάβες εφαρμόζεται Κρυοχειρουργική, Φωτοδυναμική θεραπεία, τοπικά φάρμακα όπως: fluorouracil και Imiquimod.

Κλείστε το ραντεβού σας με την Δερματολόγο - Αφροδισιολόγο Μητσού Γεωργία στη Ρόδο, για να αντιμετωπίσετε όλα τα προβλήματα ακμής.